φύκος

φύκος
το / φῡκος, -ύκους και -ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν
συν. στον πληθ. τα φύκη
βοτ. πολυποίκιλη ομάδα αυτότροφων οργανισμών, χωρίς αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν κατά κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή διαφοροποίηση τών ιστών και τών οργάνων τους, σε σύγκριση με τα βρυόφυτα και τα τραχεόφυτα (α. «η λίμνη είναι γεμάτη φύκη» β. «τὴν μὲν γὰρ θάλασσαν, ὅταν ἑκταραχθεῑσα τοῑς πνεύμασι τὰ βρύα καὶ τὸ φῡκος ἀναβάλλῃ», Πλούτ.)
νεοελλ.
βοτ. γένος φαιοφυκών που ανήκει στην τάξη φυκώδη, γνωστή και ως φουκώδη
αρχ.
ψιμύθιο ερυθρού χρώματος, που παρασκευαζόταν από τα παραπάνω φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία αποτελούσε αρχικά ονομ. φυτού, πιθ. κάποιου είδους λειχήνα από τον οποίο παρασκεύαζαν ένα είδος κόκκινης βαφής, χρησιμοποιούμενης και για καλλωπισμό, από όπου και η σημ. «ψιμύθιο» της λ. Η παλαιότερη άποψη, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. pūk «βαφή για τα μάτια») η οποία είχε αρχικά τη σημ. «ψιμύθιο» και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το φυτό, δεν θεωρείται πιθανή, αφού άλλωστε και ο εβρ. τ. αναφερόταν σε ένα είδος μαύρης (και όχι ερυθρής) βαφής. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (πρβλ. λατ. fucus)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φῦκος — seaweed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίθος κυλιόμενος φῦκος οὐ ποιεῖ. — См. Камень лежа мохом обростает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • PHUCARUM seu PHUCARIUM — PHUCARUM, seu PHUCARIUM φούκαρον vel φουκάριον, infimae Graeciae, fucus mulierum est; a voce prisca φῦκος, quâ nonnulli algam marinam puniceam intelligunt, eamque a feminisad fucum genis indendum adhibitam esse existimant. Sed hos Dioscorides… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φικιδίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φικιδίζειν ἐπὶ τοῡ παιδεραστεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν και ο Ησύχ. ταυτίζει σημασιολογικά τα δύο απρμφ. φικιδίζειν και παιδεραστεῖν, δυσερμήνευτο παραμένει το σημείο τής ταύτισης αυτής. Αν υποτεθεί ότι το ρ. παιδεραστῶ λαμβάνει εδώ τη… …   Dictionary of Greek

  • φύκει — φύ̱κει , φῦκος seaweed neut nom/voc/acc dual (attic epic) φύ̱κεϊ , φῦκος seaweed neut dat sg (epic ionic) φύ̱κει , φῦκος seaweed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ficología — Saltar a navegación, búsqueda El alga Postelsia palmaeformis en la decimonónica enciclopedia Nordisk familjebok . La ficología (del griego φῦκος, alga, del que deriva el términ …   Wikipedia Español

  • ALGA — Theophrasto φῦκος i. e. fucus; qui duplex: θαλάτσιος, seu marinus, qui in mari quidem nascitur, sed propius terram aut littora, et πεντιος vel πελάγιος, qui in alto crescit. Non omnis autem marina Alga seu fucus tingendo aptus: Sed Creticus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • FUCUS — in Mimiambis C. Mattii apud A. Gell. l. 20. c. 9. Iam tonsiles tapetes ebrii fuco, Quos concha purpur a imbuens venenavit. Et Horat. Carm. l. 3. Od. 5. v. 27. Neque amissos colores Lana refert medicata fuco. Ex Graeco φῦκος, nomen herbae marinae …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RADICULA — Graece Ρ῾ιζίον, absolute, aliter Συριακὸν ἄνθος, quod in Syria tantum nasceretur, φύκους et χρώματος nomine veteribus Graecis nota fuit, quod ex ea mulieres genis rubrô fucandis medicamentum conficerent. Plin. l. 19. c. 3. Trans Euphratem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παραφυκισμός — ὁ, Α ο καλλωπισμός τού προσώπου με το ψιμύθιο φύκος*, η ψιμυθίωση, το φκειασίδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φυκίζω (< φῦκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”